top of page

 

FROM GREECE!!!

janvier 2015

POEMES ET CHANSONS SUR L EAU

Στίχοι:  

Μάνος Χατζιδάκις

Μουσική:  

Μάνος Χατζιδάκις

 

1.

Σοφία Βέμπο

2.

Νανά Μούσχουρη

3.

Πόπη Αστεριάδη

4.

Βίκυ Λέανδρος

5.

Ηλίας Λιούγκος

 

 


Το φεγγάρι είναι κόκκινο
το ποτάμι είναι βαθύ
κι η αγάπη μου στα χέρια σου
είναι κάτασπρο πουλί.

Το φεγγάρι είναι πράσινο
το ποτάμι είναι γαλάζιο
έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσα μ’ αύριο το πρωί.

Στίχοι:  

Μιχάλης Μπουρμπούλης

Μουσική:  

Γιώργος Χατζηνάσιος

 

1.

Μαρινέλλα

 

Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι

και πάντα κυλάμε μαζί
κι αν με ρωτήσουν, θα πω πως κοντά σου
αξίζει κανένας να ζει.

Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
παράπονο τ’ αγέρα στα νησιά
τη νύχτα σαν ανοίγει η αγκαλιά σου
στην έρημο ανοίγει εκκλησιά.
Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
παράπονο τ’ αγέρα στα νησιά...

Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι
και πάντα κυλάμε μαζί
κι αν με ρωτήσουν, θα πω πως κοντά σου
αξίζει κανένας να ζει.

Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
ο κόσμος κι αν μου βάζει τα καρφιά
στο κρύο με ζεσταίνεις σαν τη μέρα
μου διώχνεις κάθε μαύρη συννεφιά.
Αγάπη της καρδιάς μου δακρυσμένη
μου διώχνεις κάθε μαύρη συννεφιά...

Είσαι ποτάμι, μια θάλασσα είμαι
και πάντα κυλάμε μαζί
κι αν με ρωτήσουν, θα πω πως κοντά σου
αξίζει κανένας να ζει.

 


Στίχοι:  

Γιώργος Εμιρζάς

Μουσική:  

Μάνος Χατζιδάκις

 

1.

Νανά Μούσχουρη

2.

Ελευθερία Αρβανιτάκη & Κώστας Γανωτής

3.

Αλίκη Καγιαλόγλου

 

 


Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.

Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους, 
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους, 
μα εγώ πετώ μες στο χορό.

Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.

Κάθε κοπέλα θέλει
να `χει φίλο τον όμορφο Τέλη
και να βγαίνει μαζί του τα βράδια, 
να `χει χάδια, να `χει χάδια.

Όμως καθ’ ένας γνωρίζει
πως ο Τέλης πολύ συνηθίζει
κάθε βράδυ κορίτσι ν’ αλλάζει, 
δε με νοιάζει, δε με νοιάζει.

Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.

Τα μωρά φωνάζουν τη μαμά τους, 
μα εγώ είμαι έρμο κι ορφανό.
Τα πουλιά πετούν με τα φτερά τους, 
μα εγώ πετώ μες στο χορό.

Πώς τον λεν, πώς τον λεν
τον ποταμό;
Ιλισσό, Ιλισσό.
Να σου πω το μικρό μου μυστικό.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.

Στίχοι:  

Κώστας Φασουλάς

Μουσική:  

Δημήτρης Παπαδημητρίου

 

1.

Παντελής Θαλασσινός

 

Βαθύ ποτάμι ο έρωτας, 

βαθύ κι αγριεμένο
που μέσα του αγκαλιάζονται
καρδιά, ψυχή και σώμα.

Μα είναι φορές που γίνεται 
καμίνι πυρωμένο 
και παίζει με τη δίψα μου
και το στεγνό μου στόμα.

Να `ταν το ανέλπιστο φιλί
που με κερνάς απόψε.
Να ρίζωνε και να άνθιζε 
βαθιά μες στην καρδιά μου.

Παιχνίδι σου η κάθε σου κορφή
θα φάνταζε μπροστά μου
κι εσύ δε θα `σουν μια φωτιά
που καίει τα σωθικά μου.

Βαθύ ποτάμι ο έρωτας 
βαθύ κι αγριεμένο
που μέσα του ναυάγησα
χωρίς να λογαριάσω
το πως θα λύσω τη θηλιά
που με κρατά δεμένο
και που θα βρω την αντοχή
αντίκρυ να περάσω.

Στίχοι:  

Γιώργος Μητσάκης

Μουσική:  

Γιώργος Μητσάκης

 

1.

Σπύρος Ζαγοραίος

2.

Εύη Μυλοπούλου

 

 


Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό, 
αν τυχόν και δε με θέλεις, 
κει θα πέσω να πνιγώ.

Ο καημός μου είναι μεγάλος, 
το ποτάμι είναι ρηχό.
Αν τυχόν και δε με πνίξει, 
μοναχά που θα βραχώ, 
στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.

Κίνησα από την Αθήνα
για τη Λάρισα να βγω.
Πιάνει λάστιχο στο δρόμο
κι άραξα να κοιμηθώ.

Το πρωί με τη δροσούλα
για τη Λάρισα κινώ.
Αν τυχόν και δε με θέλεις, 
πέφτω μες στον ποταμό, 
στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.

Φέρτε ούζο του Τυρνάβου
να καθίσω και να πιω
κι όλη η Λάρισα να μάθει
πως εγώ σε αγαπώ.

Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.
αν τυχόν και δε με θέλεις, 
κει θα πέσω να πνιγώ.
Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό.

Στίχοι:  

Νίκος Πορτοκάλογλου

Μουσική:  

Νίκος Πορτοκάλογλου

 

 

1.

Νίκος Πορτοκάλογλου

 

 


Ποιος είν’ αυτός που τη χαρά μου κλέβει
τι του χρωστώ τι μου ζητά
ποιος είν’ αυτός που πάλι με παιδεύει
για τα λάθη τα παλιά

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Ποιος ειν’ αυτός που μια ζωή με κρίνει
ποιος είν’ αυτός ποιος τον ρωτά
ποιος ειν’ αυτός που πάλι δε μ’ αφήνει
να ξεφύγω απ’ τα παλιά

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Ποιος είν’ αυτός που πάντα με διορθώνει
και τα καλά δε τα μετρά
ποιος ειν’ αυτός που πάλι μου θυμώνει
και απ’ τον καθρέφτη μου κοιτά
ποιος είν’ αυτός που όλο μ’ εμποδίζει
λίγο πιο πάνω ν’ ανεβώ
ποιος είν’ αυτός που τόσο μου θυμίζει 
τον παλιό μου εαυτό

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Ποταμέ, τζάνε μ', ποταμέ μου,
ποταμέ, ποταμέ μου σαν γεμίζεις
και βαρείς και κυματίζεις.

Πάρε με, τζάνε μ', ποταμέ μου,
πάρε με, πάρε με στα κύματα σου,
στα στριφογυρίσματα σου.

Να με πας, τζάνε μ', ποταμέ μου,
να με πας, να με πας στη γη, στη Δύση,
μες στ' Αλή, μες στ' Αλή πασά τη βρύση.

Πο' ρχονται, τζάνε μ', ποταμέ μου,
πο' ρχονται, πο' ρχονται οι ξανθές και πλένουν,
μαυρομά-, μαυρομάτες και λευκαίνουν.

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Παραδοσιακός καλαματιανός 
Ερμηνεία: Ρίτα Αμπατζή


Θολό ποτάμι και βαθύ
τους κόσμους μας χωρίζει
παλάτια,σκέψου,πριν διαβείς
η μοίρα μου δενχτίζει

Απ’τη δική μου τημεριά
ο ήλιος δεν φωτίζει
και μοναχά η φτώχεια μου
θα σε καλημερίζει

Μα αν σε φοβίζει ο ποταμός
και το μεγάλο βάθος
αλίμονο σ εμένανε
που σ’αγαπώ με πάθος

Μουσική: Καλδάρας Απόστολος
Στίχοι : Καλδάρας Απόστολος
Ερμηνεία: Μπιθικώτσης Γρηγόρης

Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
σ' αυτή τη γη,
σ' αυτό το σώμα.
Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
σ' αυτή τη μυρωδιά,
στο χώμα.

Είμαι στημένος κι απορώ,
πόσο η βροχή έχει αλλάξει
κάποτε έβρεχε νερό, τώρα με καίει σαν με στάξει

Και δε μπορώ να γίνω
άνεμος σαν κι εσένα,
είμαι ποτάμι μαύρο,
κυλάω απελπισμένα.

Κλεισμένος σε δυο όχθες,
τις τρώω, μα δε φτάνω
ποτέ σ' αυτό που νοιώθω,
πάντα σ' αυτό που χάνω

Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
τα πάντα γύρω μου αρνούνται
ν' αλλάξουν ή να κινηθούν,
την κάθε σκέψη μου φοβούνται.

Φοβούνται μήπως αρνηθώ
τη νέκρα τους να κάνω βιος μου,
κι ο φόβος τους είναι σχοινί,
δένεται αγόγγυστα ο λαιμός μου

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Στίχοι: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Μουσική: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης

Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.

Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σα σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.

Ήλιες μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μού 'δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ' το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.

Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν' αναστηθεί.

Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν' γραφτό.

Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης

rivers flows in you (Ο ποταμός ρέει μέσα σε σένα)


για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Μουσική/Ερμηνεία: Yiruma

boat on the river(Σκάφος στις όχθες του ποταμού)


Take me back to my boat on the river I need to go down, I need to come down 
Take me back to my boat on the river And I wont cry out any more 
Time stands still as I gaze in her waters 
She eases me down, touching me gently
With the waters that flow past my boat on the river 
So I dont cry out anymore ..

Oh the river is wide
The river it touches my life like the waves on the sand
And all roads lead to tranquillity base 
Where the frown on my face disappears 

Take me down to my boat on the river And I wont cry out anymore 
Oh the river is deep 
The river it touches my life like the waves on the sand And all roads lead to tranquillity base 
Where the frown on my face disappears 

Take me down to my boat on the river I need to go down, with you let me go down 
Take me back to my boat on the river And I wont cry out anymore And I wont cry out anymore And I wont cry out anymore


 

Αντώνης Σαμαράκης

Το ποτάμι

(διήγημα)

Απο τη Συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...

— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)

Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει...

 

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Στίχοι:  

Μάνος Χατζιδάκις

Μουσική:  

Μάνος Χατζιδάκις

 

 

 

 

 

 

και τα καλά δε τα μετρά
ποιος ειν’ αυτός που πάλι μου θυμώνει
και απ’ τον καθρέφτη μου κοιτά
ποιος είν’ αυτός που όλο μ’ εμποδίζει
λίγο πιο πάνω ν’ ανεβώ
ποιος είν’ αυτός που τόσο μου θυμίζει 
τον παλιό μου εαυτό

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Το ποτάμι πίσω δε γυρνάει
δε γυρνάει στα βουνά
κι η καρδιά μου πάντα μπρος κοιτάει
και σε ψάχνει στ’ ανοιχτά

Ποταμέ, τζάνε μ', ποταμέ μου,
ποταμέ, ποταμέ μου σαν γεμίζεις
και βαρείς και κυματίζεις.

Πάρε με, τζάνε μ', ποταμέ μου,
πάρε με, πάρε με στα κύματα σου,
στα στριφογυρίσματα σου.

Να με πας, τζάνε μ', ποταμέ μου,
να με πας, να με πας στη γη, στη Δύση,
μες στ' Αλή, μες στ' Αλή πασά τη βρύση.

Πο' ρχονται, τζάνε μ', ποταμέ μου,
πο' ρχονται, πο' ρχονται οι ξανθές και πλένουν,
μαυρομά-, μαυρομάτες και λευκαίνουν.

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Παραδοσιακός καλαματιανός 
Ερμηνεία: Ρίτα Αμπατζή


Θολό ποτάμι και βαθύ
τους κόσμους μας χωρίζει
παλάτια,σκέψου,πριν διαβείς
η μοίρα μου δενχτίζει

Απ’τη δική μου τημεριά
ο ήλιος δεν φωτίζει
και μοναχά η φτώχεια μου
θα σε καλημερίζει

Μα αν σε φοβίζει ο ποταμός
και το μεγάλο βάθος
αλίμονο σ εμένανε
που σ’αγαπώ με πάθος

Μουσική: Καλδάρας Απόστολος
Στίχοι : Καλδάρας Απόστολος
Ερμηνεία: Μπιθικώτσης Γρηγόρης

Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
σ' αυτή τη γη,
σ' αυτό το σώμα.
Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
σ' αυτή τη μυρωδιά,
στο χώμα.

Είμαι στημένος κι απορώ,
πόσο η βροχή έχει αλλάξει
κάποτε έβρεχε νερό, τώρα με καίει σαν με στάξει

Και δε μπορώ να γίνω
άνεμος σαν κι εσένα,
είμαι ποτάμι μαύρο,
κυλάω απελπισμένα.

Κλεισμένος σε δυο όχθες,
τις τρώω, μα δε φτάνω
ποτέ σ' αυτό που νοιώθω,
πάντα σ' αυτό που χάνω

Είμαι στημένος χρόνια εδώ,
τα πάντα γύρω μου αρνούνται
ν' αλλάξουν ή να κινηθούν,
την κάθε σκέψη μου φοβούνται.

Φοβούνται μήπως αρνηθώ
τη νέκρα τους να κάνω βιος μου,
κι ο φόβος τους είναι σχοινί,
δένεται αγόγγυστα ο λαιμός μου

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Στίχοι: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Μουσική: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης

Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.

Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σα σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.

Ήλιες μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μού 'δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ' το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.

Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν' αναστηθεί.

Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν' γραφτό.

Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.

για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης

rivers flows in you (Ο ποταμός ρέει μέσα σε σένα)


για περισσότερες πληροφορίες ακολουθήστε το παρακάτω συνδέσμους:
Μουσική/Ερμηνεία: Yiruma

boat on the river(Σκάφος στις όχθες του ποταμού)


Take me back to my boat on the river I need to go down, I need to come down 
Take me back to my boat on the river And I wont cry out any more 
Time stands still as I gaze in her waters 
She eases me down, touching me gently
With the waters that flow past my boat on the river 
So I dont cry out anymore ..

Oh the river is wide
The river it touches my life like the waves on the sand
And all roads lead to tranquillity base 
Where the frown on my face disappears 

Take me down to my boat on the river And I wont cry out anymore 
Oh the river is deep 
The river it touches my life like the waves on the sand And all roads lead to tranquillity base 
Where the frown on my face disappears 

Take me down to my boat on the river I need to go down, with you let me go down 
Take me back to my boat on the river And I wont cry out anymore And I wont cry out anymore And I wont cry out anymore


 

Αντώνης Σαμαράκης

Το ποτάμι

(διήγημα)

Απο τη Συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...

— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)

Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει...

 

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

 

bottom of page